καρτερώ

καρτερώ
καρτερώ και καρτεράω καρτέρησα και καρτέρεσα
1. υπομονεύω, κάνω υπομονή: Καρτέρα λίγο και όλα θα διορθωθούν.
2. περιμένω κάποιον: Ποιον καρτεράς εδώ;
3. αναμένω, κάνω καρτέρι: Αν πας, Μαλάμω μ', για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ (δημ. τραγ.).
4. «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει» (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

  • καρτερώ — καρτεράω / καρτερώ (παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρτερῶ — καρτερέω to be steadfast pres subj act 1st sg (attic epic doric) καρτερέω to be steadfast pres ind act 1st sg (attic epic doric) καρτερός strong masc/neut gen sg (doric aeolic) καρτερόω strengthen pres subj act 1st sg καρτερόω strengthen pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερῷ — καρτερός strong masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερώ — καρτερός strong masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτερώ — καρτερώ* η προστακτική ακαρτέρει ως επίρρημα («κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά», Σολωμός) …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος …   Dictionary of Greek

  • ακροκαρτερώ — περιμένω για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καρτερώ] …   Dictionary of Greek

  • αναμένω — (Α ἀναμένω) 1. περιμένω, καρτερώ κάτι ή κάποιον 2. προσδοκώ, προσμένω, ελπίζω νεοελλ. μένω, υπολείπομαι αρχ. 1. αναβάλλω, βραδύνω 2. παραμένω 3. υπομένω, περνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μένω. ΠΑΡ. αναμονή] …   Dictionary of Greek

  • απαντέχω — (Μ ἀπαντέχω) περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απαντέχω < αρχ. υπαντέχω «υπομένοντας κάτι αντέχω», απ όπου «υπομένω, καρτερώ, ελπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”